επικαιρότητα

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ɛpɪ.cɛˈɾɔ.tɪ.ta]

podstatné jméno

editovat
  • rod ženský

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ επικαιρότητα επικαιρότητες
genitiv επικαιρότητας επικαιροτήτων
akuzativ επικαιρότητα επικαιρότητες
vokativ επικαιρότητα επικαιρότητες

význam

editovat
  1. aktuálnost
    • Αλλά δεν είμαστε περισσότερο βίαιοι με θέματα που αφορούν το Ισλάμ σε σχέση με θέματα που αφορούν την πολιτική, τις άλλες θρησκείες κλπ. Επομένως, για εμάς, δεν πρόκειται ειδικώς για μια πρόκληση, αλλά πώς αποφασίζουμε να χειριστούμε το θέμα αυτό, γιατί πολύ απλά είμαστε μια σατιρική εφημερίδα κι επίσης μια εφημερίδα επικαιρότητας. Άλλωστε, πρόκειται για θέμα επικαιρότητας. Άρα, επρόκειτο για ένα σχόλιο σχετικά με την επικαιρότητα και ακριβώς για να σχολιάσουμε την επικαιρότητα, λανσάραμε μερικά σκίτσα του Μωάμεθ. – Nicméně, pokud jde o islám, nejsme o nic neurvalejší než u témat, jež se týkají politiky, jiných náboženství atd. Tudíž pro nás se nejedná především o provokování, nýbrž o to, jak se rozhodneme toto téma pojednat, protože zkrátka jsme satirický časopis a kromě toho aktuální, na současné události reagující časopis. Takže jde o to být aktuální. Šlo tedy o komentování aktuálních událostí a přesně proto, abychom okomentovali to, co bylo tenkrát aktuální, vypustili jsme několik kreseb Mohameda.[1]

související

editovat

poznámky

editovat