εργαστήριο

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [eɾ.ɣaˈsti.ɾi.o]

podstatné jméno

editovat
  • rod střední

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ εργαστήριο εργαστήρια
genitiv εργαστηρίου εργαστηρίων
akuzativ εργαστήριο εργαστήρια
vokativ εργαστήριο εργαστήρια

význam

editovat
  1. laboratoř
    • Οι ισχυρισμοί ότι η πανδημία του κορωνοϊού προήλθε από εργαστήριο στην κινεζική επαρχιακή πρωτεύουσα Ουχάν είναι «κακόβουλοι» και «αβάσιμοι» και έρχονται σε αντίθεση με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δήλωσε ο διευθυντής του Ινστιτούτου Ιολογίας της Ουχάν (WIV) και διευθυντής του Εθνικού Εργαστηρίου Βιολογικής Ασφάλειας Γιουάν Ζιμίνγκ στο πρακτορείο Reuters. – Tvrzení, že pandemie koronaviru vzešla z laboratoře v čínské provinční metropoli Wu-chanu, jsou pomlouvačná a nepodložená a jsou v rozporu se všemi dostupnými údaji, prohlásil ředitel Virologického institutu Wuchanu a ředitel Národní laboratoře biologické bezpečnosti Yiuan Xi-min agentuře Reuters.[1]

související

editovat

poznámky

editovat