εργατικός
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ɛɾ.ɣa.tiˈko̞s]
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | εργατικός | εργατική | εργατικό | εργατικοί | εργατικές | εργατικά |
genitiv | εργατικού | εργατικής | εργατικού | εργατικών | εργατικών | εργατικών |
akuzativ | εργατικό(ν) | εργατική | εργατικό | εργατικούς | εργατικές | εργατικά |
vokativ | εργατικέ | εργατική | εργατικό | εργατικοί | εργατικές | εργατικά |