Možná hledáte εὐέλικτος.

novořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ɛ.ˈvɛ.li.ktɔs]

etymologie editovat

Ze starořeckého εὐέλικτος.

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné nebo dvojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ευέλικτος ευέλικτη ευέλικτο ευέλικτοι ευέλικτες ευέλικτα
genitiv ευέλικτου ευέλικτης ευέλικτου ευέλικτων ευέλικτων ευέλικτων
akuzativ ευέλικτον ευέλικτη ευέλικτο ευέλικτους ευέλικτες ευέλικτα
vokativ ευέλικτε ευέλικτη ευέλικτο ευέλικτοι ευέλικτες ευέλικτα

význam editovat

  1. (přeneseně) pružný, flexibilní
    • Οι μελλοντικές συσκευές Bluetooth που θα έρθουν το 2014 θα είναι πιο ευέλικτες, θα προσφέρουν καλύτερη συνδεσιμότητα και θα συνεργάζονται καλύτερα με τις συσκευές που θα επικοινωνούν. – Budoucí zařízení Bluetooth, která se objeví v roce 2014, budou flexibilnější, nabídnou lepší připojení a budou lépe kooperovat se zařízeními, jež...

synonyma editovat

  1. προσαρμόσιμος

antonyma editovat

  1. άκαμπτος

související editovat