ημιπολύτιμος λίθος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [i.mi.po.ˈli.ti.mo.ˈzli.θos]
slovní spojení
editovatskloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | ημιπολύτιμος λίθος | ημιπολύτιμοι λίθοι |
genitiv | ημιπολύτιμου λίθου | ημιπολύτιμων λίθων |
akuzativ | ημιπολύτιμο λίθο | ημιπολύτιμους λίθους |
vokativ | ημιπολύτιμε λίθε | ημιπολύτιμοι λίθοι |
význam
editovat- polodrahokam
- ο αμέθυστος και ο χαλαζίας ανήκουν στους ημιπολύτιμους λίθους – ametyst a křemen patří k polodrahokamům