θερμόμετρο
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [θer.ˈmo.me.tro]
podstatné jméno
editovat- rod střední
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
genitiv | θερμόμετρου / θερμομέτρου | θερμόμετρων / θερμομέτρων |
akuzativ | θερμόμετρο | θερμόμετρα |
vokativ | θερμόμετρο | θερμόμετρα |