ιμπεριαλισμός

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [im.be.rja.ʎi.ˈzmos], [im.pe.rja.ʎi.ˈzmos]

podstatné jméno

editovat
  • rod mužský

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ ιμπεριαλισμός ιμπεριαλισμοί
genitiv ιμπεριαλισμού ιμπεριαλισμών
akuzativ ιμπεριαλισμό ιμπεριαλισμούς
vokativ ιμπεριαλισμέ ιμπεριαλισμοί

význam

editovat
  1. (ve filosofii, v politice) imperialismus
    • Για να διαιωνίζει την κυριαρχία του και να κρατά υποδουλωμένους λαούς και έθνη, ο ιμπεριαλισμός – το τελευταίο στάδιο του ξεπερασμένου σήμερα καπιταλισμού – αντιπαραθέτει τον κοσμοπολιτισμό στον εθνισμό των νεο-αποικιακών και εξαρτημένων χωρών, τον οποίο μάλιστα παρουσιάζει ως προοδευτικό και οικουμενικό, αλλά και ως αντίβαρο του διεθνισμού των «κολασμένων» της γης. Σε αντίθεση, όμως, με τον κοσμοπολιτισμό του ιμπεριαλισμού, που ισοπεδώνει τα πάντα στο όνομα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, παραχαράσσει την Ιστορία της εθνικής καταγωγής... – Aby utvrdil navěky svoji nadvládu a aby udržel v područí národy, imperialismus - poslední stádium dnes již překonaného kapitalismu - klade vedle sebe světoobčanství a národovectví neokoloniálních a závislých zemí, které vydává za pokrokové a univerzální, ale i jako protiváhu internacionalismu psanců této země. V protikladu však světoobčanstvím imperialismu, který glajchšaltuje všechno ve jménu kapitalistické globalizace, falšuje historii národního původu...

související

editovat