ιστολόγιο
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [ɪs.tɔˈlɔʝ.ʝɔ]
podstatné jméno
editovat- rod střední
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | ιστολόγιο | ιστολόγια |
genitiv | ιστολόγιου / ιστολογίου | ιστολογίων / ιστολόγιων |
akuzativ | ιστολόγιο | ιστολόγια |
vokativ | ιστολόγιο | ιστολόγια |