καλαθοσφαίριση
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [ka.la.θɔ.ˈsfe.ɾɪ.sɪ]
podstatné jméno editovat
- rod ženský
- vyšší styl, puristický
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
genitiv | καλαθοσφαιρίσεως / καλαθοσφαίρισης | καλαθοσφαιρίσεων |
akuzativ | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |
vokativ | καλαθοσφαίριση | καλαθοσφαιρίσεις |