učesaný , hezky upravený , pěkně učesaný, načesaný , načančaný
Δεν είναι πολύ ωραίο που η κυρία, παρά την ηλικία της, συνεχίζει να πηγαίνει στο κομμωτήριο ; Πολύ ωραίο! Θα είναι η πιο καλοχτενισμένη στο νεκροταφείο! [ 1]
Číslo
singulár
plurál
Rod
mužský
ženský
střední
mužský
ženský
střední
nominativ
καλοχτενισμένος
καλοχτενισμένη
καλοχτενισμένο
καλοχτενισμένοι
καλοχτενισμένες
καλοχτενισμένα
genitiv
καλοχτενισμένου
καλοχτενισμένης
καλοχτενισμένου
καλοχτενισμένων
καλοχτενισμένων
καλοχτενισμένων
akuzativ
καλοχτενισμένον
καλοχτενισμένη
καλοχτενισμένο
καλοχτενισμένους
καλοχτενισμένες
καλοχτενισμένα
vokativ
καλοχτενισμένε
καλοχτενισμένη
καλοχτενισμένο
καλοχτενισμένοι
καλοχτενισμένες
καλοχτενισμένα
↑ Arkas.gr: Συναντήσεις που θα θέλαμε να δούμε , rozhovor Kastráta s Lukrécií