καρεκλοκένταυρος
řečtina editovat
podstatné jméno editovat
- IPA: [ka.ɾɛk.lɔ.ˈcen.tav.ɾɔs]
etymologie editovat
Doslova vlastně „židlokentaur“.
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | καρεκλοκένταυρος | καρεκλοκένταυροι |
genitiv | νεροστροβίλου / καρεκλοκένταυρου | νεροστροβίλων / καρεκλοκένταυρων |
akuzativ | καρεκλοκένταυρο | καρεκλοκένταυρους / νεροστροβίλους |
vokativ | καρεκλοκένταυρε | καρεκλοκένταυροι |
význam editovat
- (familiárně, ironicky) trafikant, nevyhoditelný úředník či politik; držitel teplého míst(ečk)a; sinekurista
- Αναγκαστική δωρεά οργάνων στα κτήνη και άμεσο ξήλωμα των καρεκλοκένταυρων δημοσίων "λειτουργών" που δεν διαπίστωσαν τίποτα.[1]
související editovat
poznámky editovat
- ↑ diskusní příspěvek pod článkem Λέρος: Το κοριτσάκι είχε καταγγείλει την κακοποίηση που δεχόταν και και ο εισαγγελέας την είχε στείλει σπίτι της, 3.června 2018