καρεκλοκένταυρος

řečtina editovat

podstatné jméno editovat

  • IPA: [ka.ɾɛk.lɔ.ˈcen.tav.ɾɔs]

etymologie editovat

Doslova vlastně „židlokentaur“.

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ καρεκλοκένταυρος καρεκλοκένταυροι
genitiv νεροστροβίλου / καρεκλοκένταυρου νεροστροβίλων / καρεκλοκένταυρων
akuzativ καρεκλοκένταυρο καρεκλοκένταυρους / νεροστροβίλους
vokativ καρεκλοκένταυρε καρεκλοκένταυροι

význam editovat

  1. (familiárně, ironicky) trafikant, nevyhoditelný úředník či politik; držitel teplého míst(ečk)a; sinekurista
    • Αναγκαστική δωρεά οργάνων στα κτήνη και άμεσο ξήλωμα των καρεκλοκένταυρων δημοσίων "λειτουργών" που δεν διαπίστωσαν τίποτα.[1]

související editovat

poznámky editovat