řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ka.ˈta.sta.si]

podstatné jméno editovat

  • rod ženský

etymologie editovat

Ze starořeckého κατάστασις.

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ κατάσταση καταστάσεις
genitiv καταστάσεως nebo κατάστασης καταστάσεων
akuzativ κατάσταση καταστάσεις
vokativ κατάσταση καταστάσεις

význam editovat

  1. situace, stav, podmínky
    • Οι παρεμβάσεις σχεδιάζονται με γνώμονα την υποστήριξη της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, στη βάση των αναπτυξιακών κλάδων όπως προσδιορίζονται στο Εταιρικό Σύμφωνο για το Πλαίσιο Ανάπτυξης 2014-2020
    • Οι άνθρωποι αυτής της δοκιμαζόμενης από τον πόλεμο χώρας βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση. – Lidé této válkou těžce zkoušené země se nacházejí ve složité situaci.

synonyma editovat

  1. (v řeckém obrozeneckém, protitureckém kontextu) εθνεγερσία

slovní spojení editovat

související editovat