λαοκρατικός

Možná hledáte λαοκρατικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ˌla.ɔ.kɾa.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodnÉ

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ λαοκρατικός λαοκρατική λαοκρατικό λαοκρατικοί λαοκρατικές λαοκρατικά
genitiv λαοκρατικού λαοκρατικής λαοκρατικού λαοκρατικών λαοκρατικών λαοκρατικών
akuzativ λαοκρατικό(ν) λαοκρατική λαοκρατικό λαοκρατικούς λαοκρατικές λαοκρατικά
vokativ λαοκρατικέ λαοκρατική λαοκρατικό λαοκρατικοί λαοκρατικές λαοκρατικά

význam editovat

  1. (v historii, v politice) lidově-demokratický, reálsocialistický, lidovládný (de facto komunistický)
  2. shromažďovací, kongregační

slovní spojení editovat

související editovat