μανιοκαταθλιπτικός

Možná hledáte μανιοκαταθλιπτικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ma.njɔ.ka.ta.θlip.tɪ.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ μανιομανιοκαταθλιπτικός μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικοί μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά
genitiv μανιοκαταθλιπτικού μανιοκαταθλιπτικής μανιοκαταθλιπτικού μανιοκαταθλιπτικών μανιοκαταθλιπτικών μανιοκαταθλιπτικών
akuzativ μανιοκαταθλιπτικό(ν) μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικούς μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά
vokativ μανιοκαταθλιπτικέ μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικό μανιοκαταθλιπτικοί μανιοκαταθλιπτικές μανιοκαταθλιπτικά

význam editovat

  1. maniodepresivní, maniakálně depresivní, stižený bipolární afektivní poruchou

související editovat

slovní spojení editovat