μη βιώσιμος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [mi viˈʝɔ.si.mɔs]

varianty

editovat

přídavné jméno

editovat

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ μη βιώσιμος μη βιώσιμη μη βιώσιμο μη βιώσιμοι μη βιώσιμες μη βιώσιμα
genitiv μη βιώσιμου μη βιώσιμης μη βιώσιμου μη βιώσιμων μη βιώσιμων μη βιώσιμων
akuzativ μη βιώσιμον μη βιώσιμη μη βιώσιμο μη βιώσιμους μη βιώσιμες μη βιώσιμα
vokativ μη βιώσιμε μη βιώσιμη μη βιώσιμο μη βιώσιμοι μη βιώσιμες μη βιώσιμα

význam

editovat
  1. neudržitelný, nezachovatelný
    • Παρά τους κινδύνους τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τους πιστωτές, αλλά και την ευρύτερη ζημία στην οικονομία που οφείλεται στις μη βιώσιμες και στρεβλωτικές αυξήσεις στην εκτίμηση των ακινήτων, η βρετανική κυβέρνηση δεν μπορούσε παρά να νοιώθει πολύ ευχαριστημένη που επέτρεπε μια «ευάρεστη» άνθηση στη βρετανική αγορά των ακινήτων, καθώς αυτή προσφέρει την ψευδαίσθηση στους ψηφοφόρους ότι ζουν καλύτερα και ότι οι χειρισμοί στην οικονομία είναι σωστοί. – Navzdory nebezpečím pro dlužníky i věřitele, stejně jako širším škodám pro ekonomiku vyplývajícím z neudržitelného a zkreslujícího zvyšování v oceňování nemovitostí, britská vláda byla až příliš ráda, že umožnila „příjemný“ boom na britském trhu s nemovitostmi, protože tento nabízí voličům iluzi, že si žijí lépe a že ekonomika je řízena správně.[1]

synonyma

editovat
  1. αδιατήρητος, μη διατηρήσιμος

antonyma

editovat
  1. αειφόρος, βιώσιμος, διατηρήσιμος

související

editovat

poznámky

editovat