- zašmodrchat, zacuchat, zamot(áv)at
- zmást, poplést, mást, rozhodit; omylem zaměnit
- Ας μη μπερδεύουμε τον επαγγελματισμό με την αγάπη! – Nezaměňujme profesionalitu s tím, co máme rádi./ Nepleťme do profesionalismu svoje libosti.
- οι φωτογραφίες που μόλις τις δείτε θα μπερδέψουν το μυαλό σας – fotky, které vám zmatou hlavu, jakmile je uvidíte
- uvést do rozpaků
- Φαίνεται ότι σας μπέρδεψε το πρακτωρείο.. – Zdá se, že vás zmátla agentura..
- εμπλέκω
- συγχέω, εμπαίζω, χλευάζω
- σαστίζω, ταράσσω, συγχίζω
- ξεμπερδεύω
- ξεμπερδεύω