μπιχλιμπίδι
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [bixliˈbi.ði]
etymologie editovat
Přes byzantinořecké λεμπλεμπίδι z turečtiny.
podstatné jméno editovat
- rod střední
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | μπιχλιμπίδι | μπιχλιμπίδια |
genitiv | μπιχλιμπιδιού | μπιχλιμπιδιών |
akuzativ | μπιχλιμπίδι | μπιχλιμπίδια |
vokativ | μπιχλιμπίδι | μπιχλιμπίδια |
význam editovat
- tretka, cetka, cingrlátko, serepetička
- Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο STAR μίλησε και για τον αδερφό του, που είναι καθηγητής Ηλεκτρονικής, αλλά δεν έχει καταφέρει να διοριστεί. Στο ερώτημα του δημοσιογράφου εάν θα τον βοηθούσε, ξεκαθάρισε ότι δεν θα έκανε μπιχλιμπίδι σε κανέναν απολύτως και είπε χαρακτηριστικά: «Ο αδερφός μου είναι...[1]
související editovat
poznámky editovat
- ↑ «μπιχλιμπίδι δε θα κάνω ούτε στον αδερφό μου», stránky Newsbeast.gr, 3.července 2012