νομιμοποιώ

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [nɔ.mɪ.mɔˈpjo]

sloveso editovat

  • tranzitivní
  • kontraktum pravidelné

význam editovat

  1. (v sociologii, v právu) legalizovat
    • Ο μόνος δρόμος για να σταματήσει ο θεσμοποιημένος ρατσισμός της αστυνομίας και της κυβέρνησης, είναι να απαιτήσουμε να ξηλωθούν όλοι οι ρατσιστικοί νόμοι της ΝΔ, να δοθεί ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων που ζουν στη χώρα μας χωρίς διακρίσεις και μαζί να νομιμοποιηθούν όλοι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. – Jedinou cestou k zastavení institucionalizovaného rasismu policie a vlády je žádat, aby byly převrtány rasistické zákony strany Nea Dimokratia, aby bylo uděleno občanství všem dětem přistěhovalců a uprchlíků, kteří žijí v naší zemi, a to bez diskriminace, a aby byli legalizováni všichni přistěhovalci i uprchlíci.[1]

související editovat

poznámky editovat

  1. Ξηλώστε τους βασανιστές. Νομιμοποιήστε τους μετανάστες, komunistický server Εργατική αλληλεγγύη, 1.června 2010