νωχελικότητα
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [nɔ.çɛ.li.ˈko.tɪ.ta]
podstatné jméno editovat
- ženský rod
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | νωχελικότητα | νωχελικότητες |
genitiv | νωχελικότητας | νωχελικοτήτων |
akuzativ | νωχελικότητα | νωχελικότητες |
vokativ | νωχελικότητα | νωχελικότητες |