νωχελικότητα

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [nɔ.çɛ.li.ˈko.tɪ.ta]

podstatné jméno editovat

  • ženský rod

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ νωχελικότητα νωχελικότητες
genitiv νωχελικότητας νωχελικοτήτων
akuzativ νωχελικότητα νωχελικότητες
vokativ νωχελικότητα νωχελικότητες

význam editovat

  1. ochablost, netečnost, ospalost, lenost, unylost
  2. liknavost, loudavost

synonyma editovat

  1. νωχέλεια, χαύνωση, νωθρότητα
  2. βραδυκινησία

související editovat