řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˈksi.lɔ.ma]

etymologie

editovat

Odvozeno od slovesa ξηλώνωpárat, odpárat, vypárat příponou -μα.

podstatné jméno

editovat
  • rod střední

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ ξήλωμα ξηλώματα
genitiv ξηλώματος ξηλωμάτων
akuzativ ξήλωμα ξηλώματα
vokativ ξήλωμα ξηλώματα

význam

editovat
  1. vypárání, odpárání, párání
  2. (přeneseně) demontáž, rozpad, zhroucení
    • Το 1989 το θυμάμαι καλά. Τελείωνα το διδακτορικό μου στο Μάντσεστερ κι έκανα, με αισιοδοξία, σχέδια για το μέλλον. Κολλημένος στο BBC παρακολουθούσα με συγκίνηση το ραγδαίο ξήλωμα των κομμουνιστικών καθεστώτων. Θυμάμαι τις ημιελεύθερες εκλογές στην Πολωνία και την εμβληματική μορφή του Λεχ Βαλέσα · τις παθιασμένες αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στη Λειψία και στη Δρέσδη · το γιγάντιο πλήθος να αποδοκιμάζει τον Τσαουσέσκου στο Βουκουρέστι... – Rok 1989 si pamatuji dobře. Končil jsem zrovna magisterské studium v Manchesteru a optimisticky si dělal plány do budoucna. Přisátý ke zpravodajství BBC jsem s dojetím sledoval bleskovou demontáž komunistických režimů. Vzpomínám si na polosvobodné volby v Polsku a charakteristickou vizáž Lecha Walęsy; na vášnivé protirežimní demonstrace v Lipsku a Drážďanech; na obrovský dav, jak zavrhuje Ceauşeska v Bukurešti..[1]
  3. (přeneseně) degradování, degradace, sesazení; "vysystemizování"

související

editovat

poznámky

editovat
  1. Charidimos Tsoukas: Η περιπέτεια της ελευθερίας (Dobrodružství svobody) - Το συναρπαστικό 1989 και τα μεγάλα προβλήματα που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι μετακομμουνιστικές χώρες, deník Kathimerini, tištěná verze, neděle 3.listopadu 2019, příloha Τέχνες και γράμματα, str. 1