ξεφορτώνομαι

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ksɛ.fɔr.ˈto.nɔ.me]

etymologie

editovat

Předponou ξε- ke slovesu φορτώνω.

sloveso

editovat
  • intranzitivní
  • pravidelné

význam

editovat
  1. (ξεφορτώνομαι από κάτι) zbavit se, zbavovat se nákladu či zavazadla
    • Τώρα θα πάμε όλοι μαζί στο ξενοδοχείο σας όπου θα μπορείτε να ξεφορτωθείτε από τις βαλίτσες σας και μετά θα κάνουμε την περιήγηση της Καστρουπόλεως και της Μικρής Πόλης. Εντάξει, παιδιά; – Nyní pojedeme všichni do vašeho hotelu, kde se budete moci zbavit zavazadel a potom uděláme okruh po Hradčanech a Malé straně. Ok?

související

editovat