ορθογώνιος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [or.θo.ˈɣo.njos]
přídavné jméno editovat
význam editovat
- (v geometrii, v architektuře) pravoúhlý
antonyma editovat
- αμβλυγώνιος (tupoúhlý, nepravoúhlý)
slovní spojení editovat
- ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
- ορθογώνιο τρίγωνο
- ορθογώνιες αγκύλες
- ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο
- ορθογώνιο σύστημα συντεταγμένων
související editovat
- ορθή γωνία (pravý úhel)
- ορθογωνιάζω, ορθογωνίζω
- ορθογώνιασμα