πειθαρχημένος

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [pi.θar.çiˈmɛ.nɔs]

etymologie

editovat

Vlastně příčestí minulé trpné od slovesa πειθαρχώukázňovat.

přídavné jméno

editovat
  • slovesné trpné

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ πειθαρχημένος πειθαρχημένη πειθαρχημένο πειθαρχημένοι πειθαρχημένες πειθαρχημένα
genitiv πειθαρχημένου πειθαρχημένης πειθαρχημένου πειθαρχημένων πειθαρχημένων πειθαρχημένων
akuzativ πειθαρχημένον πειθαρχημένη πειθαρχημένο πειθαρχημένους πειθαρχημένες πειθαρχημένα
vokativ πειθαρχημένε πειθαρχημένη πειθαρχημένο πειθαρχημένοι πειθαρχημένες πειθαρχημένα

význam

editovat
  1. ukázněný, disciplinovaný

antonyma

editovat
  1. απείθαρχος

související

editovat