πουλερικός

Možná hledáte πουλερικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [pu.le.ri.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • 'trojvýchodný

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ πουλερικός πουλερική πουλερικό πουλερικοί πουλερικές πουλερικά
genitiv πουλερικού πουλερικής πουλερικού πουλερικών πουλερικών πουλερικών
akuzativ πουλερικό(ν) πουλερική πουλερικό πουλερικούς πουλερικές πουλερικά
vokativ πουλερικέ πουλερική πουλερικό πουλερικοί πουλερικές πουλερικά

význam editovat

  1. drůbeží

související editovat