προβλέψιμος
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [prɔˈvlɛp.sɪ.mɔs]
přídavné jméno
editovatskloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | προβλέψιμος | προβλέψιμη | προβλέψιμο | προβλέψιμοι | προβλέψιμες | προβλέψιμα |
genitiv | προβλέψιμου | προβλέψιμης | προβλέψιμου | προβλέψιμων | προβλέψιμων | προβλέψιμων |
akuzativ | προβλέψιμον | προβλέψιμη | προβλέψιμο | προβλέψιμους | προβλέψιμες | προβλέψιμα |
vokativ | προβλέψιμε | προβλέψιμη | προβλέψιμο | προβλέψιμοι | προβλέψιμες | προβλέψιμα |