προβλέψιμος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [prɔˈvlɛp.sɪ.mɔs]

přídavné jméno editovat

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προβλέψιμος προβλέψιμη προβλέψιμο προβλέψιμοι προβλέψιμες προβλέψιμα
genitiv προβλέψιμου προβλέψιμης προβλέψιμου προβλέψιμων προβλέψιμων προβλέψιμων
akuzativ προβλέψιμον προβλέψιμη προβλέψιμο προβλέψιμους προβλέψιμες προβλέψιμα
vokativ προβλέψιμε προβλέψιμη προβλέψιμο προβλέψιμοι προβλέψιμες προβλέψιμα

význam editovat

  1. předvídatelný

antonyma editovat

  1. απρόοπτος, απρόβλεπτος

související editovat