προσβλητικός

Možná hledáte προσβλητικώς.

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [proz.vli.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno

editovat
  • trojvýchodné

skloňování

editovat
Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ προσβλητικός προσβλητική προσβλητικό προσβλητικοί προσβλητικές προσβλητικά
genitiv προσβλητικού προσβλητικής προσβλητικού προσβλητικών προσβλητικών προσβλητικών
akuzativ προσβλητικό(ν) προσβλητική προσβλητικό προσβλητικούς προσβλητικές προσβλητικά
vokativ προσβλητικέ προσβλητική προσβλητικό προσβλητικοί προσβλητικές προσβλητικά

význam

editovat
  1. urážlivý, urážející

související

editovat