προσπέλαση
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [prɔs.ˈpɛ.la.si]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
- deverbativum
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | προσπέλαση | προσπελάσεις |
genitiv | προσπελάσεως | προσπελάσεων |
akuzativ | προσπέλαση | προσπελάσεις |
vokativ | προσπέλαση | προσπελάσεις |
význam
editovat- přístup
- Προσπέλαση της στενώσεως του αμβλέος επιχειλίου με σύρμα ΧΤ 100.