řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [ˈprɔ.cɪ.tɛ]

sloveso

editovat
  • neosobní
  • defektivní

význam

editovat
  1. (πρόκειται για), (πρόκειται περί) jednat se o, kráčet o, jít o
    • Γι’ αυτό, όταν στις 4 το πρωί της 28 του Οκτώβρη 1940 τον ξύπνησε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι για να του επιδώσει το τελεσίγραφο, δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο ―έτσι διηγείται ο Γκράτσι που κατά τα άλλα γράφει με πολλή συμπάθεια για τον Μεταξά― κι άρχισε τις φιλοφρονήσεις. – Proto [Metaxas], když jej 28.října ve 4 hodiny ráno vzbudil italský velvyslanec Grazzi, aby mu předal ultimátum, nevěděl vůbec, která bije/ oč se jedná - tak to vypráví sám Grazzi, který ostatně píše o Metaxasovi s velkými sympatiemi - a zahájil zdvořilůstky.[1]

související

editovat

poznámky

editovat
  1. Γιάννης Κορδάτος: Το φασιστικό τελεσίγραφο και το «ΟΧΙ» του Μεταξά, říjen 1945, časopis Ριζοσπάστης