Γι’ αυτό, όταν στις 4 το πρωί της 28 του Οκτώβρη 1940 τον ξύπνησε ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι για να του επιδώσει το τελεσίγραφο, δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο ―έτσι διηγείται ο Γκράτσι που κατά τα άλλα γράφει με πολλή συμπάθεια για τον Μεταξά― κι άρχισε τις φιλοφρονήσεις. – Proto [Metaxas], když jej 28.října ve 4 hodiny ráno vzbudil italský velvyslanec Grazzi, aby mu předal ultimátum, nevěděl vůbec, která bije/ oč se jedná - tak to vypráví sám Grazzi, který ostatně píše o Metaxasovi s velkými sympatiemi - a zahájil zdvořilůstky.[1]