πυροπροστατευμένος

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [pi.ɾɔ.prɔs.ta.tɛvˈme.nɔs]

přídavné jméno editovat

  • nestupňovatelné

význam editovat

  1. protipožárně chráněný
    • Για την εκκένωση κτιρίων, χρειάζονται πυροπροστατευμένες οδεύσεις διαφυγής, αλλά και πυροσβεστήρες και καταιονητήρες για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, αλλά και άλλα μέσα. – K evakuaci budov jsou potřeba protipožárně chráněné únikové cesty, ale také hasicí přístroje a nástropní senzorové hasiče pro uhašení požáru, ale i jiné prostředky.

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ πυροπροστατευμένος πυροπροστατευμένη πυροπροστατευμένο πυροπροστατευμένοι πυροπροστατευμένες πυροπροστατευμένα
genitiv πυροπροστατευμένου πυροπροστατευμένης πυροπροστατευμένου πυροπροστατευμένων πυροπροστατευμένων πυροπροστατευμένων
akuzativ πυροπροστατευμένον πυροπροστατευμένη πυροπροστατευμένο πυροπροστατευμένους πυροπροστατευμένες πυροπροστατευμένα
vokativ πυροπροστατευμένε πυροπροστατευμένη πυροπροστατευμένο πυροπροστατευμένοι πυροπροστατευμένες πυροπροστατευμένα

související editovat