σαγιονάρα
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [saʝoˈnaɾa]
etymologie
editovatPřevzetím japonského výrazu さよなら (sbohem, loučení) podle stejnojmenného filmu z roku 1957, ve kterém řecké publikum poprvé spatřilo tento typ obuvi.
Srovnej obdobný výraz v peruánské španělštině, sayonara.
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | σαγιονάρα | σαγιονάρες |
genitiv | σαγιονάρας | σαγιονάρων |
akuzativ | σαγιονάρα | σαγιονάρες |
vokativ | σαγιονάρα | σαγιονάρες |
význam
editovat- vietnamka, žabka (druh letní obuvi)
- Αυτό που προβλέπει συγκεκριμένα ο ΚΟΚ είναι «ο οδηγός κατά την οδήγηση να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του και να έχει πλήρη ελευθερία των κινήσεών του για να ενεργεί ελεύθερα στους αναγκαίους χειρισμούς». Καθώς όμως έχουν συμβεί, όπως εξήγησαν, πάρα πολλά τροχαία ατυχήματα επειδή κάποιος οδηγός φορούσε σαγιονάρες και «γλύστρισε» το πόδι του ή κάποια οδηγός φορούσε ψηλοτάκουνα και δεν κατάφερε να φρενάρει εγκαίρως, καλό θα ήταν να αποφεύγονται τα συγκεκριμένα υποδήματα.[1]
synonyma
editovat- (částečně) πέδιλο
související
editovatfráze a idiomy
editovat- άλλα είναι τα μάτια του λαγού κι άλλα της σταγόνας (v létě prostě musí být vedro)
poznámky
editovat- ↑ Jo Nesbo: Χιονανθρωπος, str.187, překlad