στιγμιαίος
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [stiɣ.miˈe.ɔs]
přídavné jméno editovat
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | στιγμιαίος | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίοι | στιγμιαίες | στιγμιαία |
genitiv | στιγμιαίου | στιγμιαίας | στιγμιαίου | στιγμιαίων | στιγμιαίων | στιγμιαίων |
akuzativ | στιγμιαίον | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίους | στιγμιαίες | στιγμιαία |
vokativ | στιγμιαίε | στιγμιαία | στιγμιαίο | στιγμιαίοι | στιγμιαίες | στιγμιαία |