στυτική δυσλειτουργία
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [sti.tiˈci ðɪs.li.tuɾ.ˈʝi.a]
slovní spojení
editovat- στυτική δυσλειτουργία
- rod ženský
význam
editovat- (v lékařství, sexualita) erektilní dysfunkce
- Σήμερα, η στυτική δυσλειτουργία είναι το πιο συνηθισμένο σεξουαλικό πρόβλημα στους άνδρες. Η στυτική δυσλειτουργία χαρακτηρίζεται από την τακτική αλλά και επαναλαμβανόμενη αδυναμία επίτευξης και κυρίως διατήρησης της στύσης, δηλ. επαρκούς ακαμψίας του ανδρικού μορίου, για την επίτευξη σεξουαλικής δραστηριότητας.
související
editovat- στύση (erekce)
- δυσλειτουργικός
- λειτουργία
externí odkazy
editovat- Google Books. Vyhledávání výrazů "στυτικής δυσλειτουργίας", "στυτική δυσλειτουργία" pro novořečtinu.