συγκεντρώνω
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [siŋ.ʄɛ.ˈdrɔ.nɔ], [siŋ.ʄɛn.ˈdrɔ.nɔ]
sloveso
editovat- tranzitivní
význam
editovat- soustředit, koncentrovat
- Στην δεκαετία 1930 η ναζιστική Γερμανία συγκέντρωνε τους πολιτικούς αντιπάλους της στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως - και όχι βέβαια μόνο εκείνους... – Ve třicátých letech 20.století soustřeďovalo nacistické Německo své politické oponenty v koncentračních táborech - a rozhodně nejenom je...
- Ας συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες μας στο θέμα αυτό. – Soustřeďme své úsilí na tuto záležitost!