συγκρότημα

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [siŋˈgɾɔ.ti.ma], [siˈgɾɔ.ti.ma]

etymologie

editovat

Odvozeno od slovesa συγκροτώ příponou -μα.

podstatné jméno

editovat
  • rod střední

skloňování

editovat
Substantivum singulár plurál
nominativ συγκρότημα συγκροτήματα
genitiv σταματήματος συγκροτημάτων
akuzativ συγκρότημα συγκροτήματα
vokativ συγκρότημα συγκροτήματα

význam

editovat
  1. komplex, blok, areál
    • Μετά από το Κάστρο, το Κλημεντίνιο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό συγκρότημα της Πράγας. – Po Hradu je Klementinum největším architektonickým komplexem Prahy.
  2. (hudební) skupina
    • Τα επόμενα χρόνια σημαδεύτηκαν από καλλιτεχνικές και οικονομικές διαμάχες μεταξύ των μελών, στις οποίες φημολογείται ότι έπαιξε κύριο ρόλο η σύζυγος του Lennon, Yoko Ono. Σαν σήμερα το 1970, ο Paul McCartney ανακοίνωσε το τέλος των Beatles καταθέτοντας σχετική αγωγή. Η απόφαση του δικαστηρίου ήρθε τέσσερα χρόνια αργότερα, την ίδια ημέρα. Τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, ο Lennon είχε πει στα άλλα μέλη του συγκροτήματος: «Φεύγω. Χόρτασα. Θέλω διαζύγιο». – Následující roky byly poznamenány uměleckými a ekonomickými půtkami mezi jednotlivými členy, v nichž proslule sehrála roli Lennonova manželka Yoko Ono. Zdá se, jako by to bylo dnes, když roku 1970 Paul McCartney ohlásil konec Beatles a podnikl příslušné kroky. Rozhodnutí soudu přišlo o čtyři roky později, téhož dne. Předcházející září řekl Lennon ostatním členům skupiny: "Odcházím. Mám toho dost. Chci rozvod." [1]

synonyma

editovat
  1. σύμπλεγμα
  2. ομάδα, μπάντα, όμιλος

související

editovat

poznámky

editovat