συγχρηματοδότηση
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [siŋxri.ma.tɔ.ˈðɔ.ti.si]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
- abstraktum slovesné dějové
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | συγχρηματοδότηση | συγχρηματοδοτήσεις |
genitiv | συγχρηματοδοτήσεως nebo συγχρηματοδότησης | συγχρηματοδοτήσεων |
akuzativ | συγχρηματοδότηση | συγχρηματοδοτήσεις |
vokativ | συγχρηματοδότηση | συγχρηματοδοτήσεις |
význam
editovat- spolufinancování
- Επισημαίνεται ότι λόγω διαφορετικού ποσοστού συγχρηματοδότησης, για τεχνικούς-διαχειριστικούς λόγους, επιλέγεται η δημιουργία ξεχωριστών Αξόνων Προτεραιότητας για τις Περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Νοτίου Αιγαίου για τη διακριτή παρακολούθηση των δράσεων. – Upozorňujeme, že kvůli různé míře spolufinancování se z technicko-provozních důvodů volí vytváření samostatných Prioritních os pro regiony Střední Řecko a jižní Egejské moře za účelem diskrétního monitorování činnosti.