συκοφαντία
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [si.ko.fanˈdi.a]
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | συκοφαντία | συκοφαντίες |
genitiv | συκοφαντίας | συκοφαντιών |
akuzativ | συκοφαντία | συκοφαντίες |
vokativ | συκοφαντία | συκοφαντίες |
význam
editovatsynonyma
editovatsouvisející
editovat- συκοφάντης (pomlouvač, klevetník)
- συκοφαντώ (pomluvit, očernit, pomlouvat)
- συκοφαντικός (pomlouvačný)
- συκοφάντισσα / συκοφάντρια (klevetnice)
- ασυκοφάντητος (nepomluvitelný)