συνεργατικός
Možná hledáte συνεργατικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [si.nɛɾ.ɣa.tiˈko̞s]
přídavné jméno editovat
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | συνσυνεργατικός | συνεργατική | συνεργατικό | συνεργατικοί | συνεργατικές | συνεργατικά |
genitiv | συνεργατικού | συνεργατικής | συνεργατικού | συνεργατικών | συνεργατικών | συνεργατικών |
akuzativ | συνεργατικό(ν) | συνεργατική | συνεργατικό | συνεργατικούς | συνεργατικές | συνεργατικά |
vokativ | συνεργατικέ | συνεργατική | συνεργατικό | συνεργατικοί | συνεργατικές | συνεργατικά |
význam editovat
- kooperativní, ukázněný, spolupracující