σωβινιστικός
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [so.vi.nis.ti.ˈkɔs]
etymologie
editovatZ francouzského chauviniste odvozeného od divadelní postavy jménem Chauvin
přídavné jméno
editovat- trojvýchodné
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | σωβινιστικός | σωβινιστική | σωβινιστικό | σωβινιστικοί | σωβινιστικές | σωβινιστικά |
genitiv | σωβινιστικού | σωβινιστικής | σωβινιστικού | σωβινιστικών | σωβινιστικών | σωβινιστικών |
akuzativ | σωβινιστικό(ν) | σωβινιστική | σωβινιστικό | σωβινιστικούς | σωβινιστικές | σωβινιστικά |
vokativ | σωβινιστικέ | σωβινιστική | σωβινιστικό | σωβινιστικοί | σωβινιστικές | σωβινιστικά |
význam
editovat- (v sociologii, v politice) šovinistický, národnostně nesnášenlivý