τζιχαντιστής

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [dzi.xa.dis.ˈtis]

podstatné jméno editovat

  • rod mužský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ τζιχαντιστής τζιχαντιστές
genitiv τζιχαντιστής τζιχαντιστών
akuzativ τζιχαντιστή τζιχαντιστές
vokativ τζιχαντιστή τζιχαντιστές

význam editovat

  1. džihádista, mudžahedín
    • Tρεις παράγοντες αναμένεται να διαμορφώσουν τις εξελίξεις στο προσφυγικό ζήτημα στο άμεσο μέλλον: Πρώτον,(...) Δεύτερον, (...)Τρίτον, η ανησυχία ότι μέσα σε αυτό το νέο προσφυγικό κύμα θα μπορούσαν να παρεισφρήσουν τζιχαντιστές, οι οποίοι στη συνέχεια θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν επιθέσεις στη Δυτική Ευρώπη. – Očekává se, že v bezprostřední budoucnosti uprchlickou otázku budou formovat tři faktory: Zaprvé..., zadruhé..., zatřetí, obava, že do této nové uprchlické vlny by se mohli infiltrovat džihádisté, kteří by posléze mohli uskutečňovat útoky v západní Evropě.[1]

související editovat

poznámky editovat

  1. Φόβοι για κλιμάκωση των προσφυγικών ροών προς Ευρώπη, deník Kathimerinh, rubrika ΚΟΣΜΟΣ, 23.října 2016 - překlad zprávy agentury Reuters