τρομακτικός
Možná hledáte τρομακτικώς.
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [tro.mak.ti.ˈkɔs]
varianty
editovatpřídavné jméno
editovat- trojvýchodné
skloňování
editovatČíslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | τρομακτικός | τρομακτική | τρομακτικό | τρομακτικοί | τρομακτικές | τρομακτικά |
genitiv | τρομακτικού | τρομακτικής | τρομακτικού | τρομακτικών | τρομακτικών | τρομακτικών |
akuzativ | τρομακτικό(ν) | τρομακτική | τρομακτικό | τρομακτικούς | τρομακτικές | τρομακτικά |
vokativ | τρομακτικέ | τρομακτική | τρομακτικό | τρομακτικοί | τρομακτικές | τρομακτικά |