τσακώνομαι

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [t͡sa.ˈko.nɔ.mɛ]

sloveso

editovat
  • reflexivní vzájemné

význam

editovat
  1. hádat se, hašteřit se, pohádat se
    • και συμπλήρωσε: «Η Τζούλια ξέσπασε, τσακωθήκανε και είπε θα κάνω αυτό. Ένα σπάσιμο που δημιούργησες από μια συνέντευξή του»

související

editovat