υποδαυλίζω

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ipo.ðavˈli.zɔ]

sloveso editovat

  • tranzitivní

význam editovat

  1. podněcovat, burcovat, podnítit, vyburcovat
    • Αναφερόμενος δε στις γενικότερες συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δίκη, τονίζει: «Το Ειδικό Δικαστήριο τότε, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας πρωτοφανούς οξύτητος των πολιτικών παθών, την οποία συνεχώς υπεδαύλιζαν ακρίτως τόσον κάποιοι ανεύθυνοι πολιτικοί, όσον, δυστυχώς, ακόμη και έγκριτες εφημερίδες, ετήρησε απολύτως την ψυχραιμία του, έφερε σε πέρας με άψογες διαδικασίες το βαρύ έργο του και κατέληξε στις τελικές του αποφάσεις επί τη βάσει των στοιχείων της ακροαματικής διαδικασίας και μόνον αυτών.[1]

související editovat

poznámky editovat