υφαλοκρηπίδα

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [i.fa.lɔ.kɾiˈpi.ða]

etymologie editovat

Kalk italského spojení piattaforma continentale. Ze starořeckého ὑφαλοκρηπίς, které je odvozené z adjektiva ὕφαλος podmořský, jež vzniklo ze substantiva ἅλς moře, sláň. Srovnej např. české halogen.

podstatné jméno editovat

  • rod ženský

skloňování editovat

Substantivum singulár plurál
nominativ υφαλοκρηπίδα υφαλοκρηπίδες
genitiv υφαλοκρηπίδας υφαλοκρηπίδων / υφαλοκρηπιδών
akuzativ υφαλοκρηπίδα υφαλοκρηπίδες
vokativ υφαλοκρηπίδα υφαλοκρηπίδες

význam editovat

  1. (v geografii) kontinentální šelf, pobřežní práh
    • Ο Ερντογάν (…) ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Οι ακτές μας βλέπουν τις ακτές της Λιβύης. (…) Και βέβαια έχουμε τις μεγαλύτερες ακτές στην ανατολική Μεσόγειο κι αυτό μας δίνει άλλες δυνατότητες. Μιλούν για υφαλοκρηπίδα γύρω από την Κρήτη. Δεν υπάρχει υφαλοκρηπίδα γύρω από τα νησιά, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Εκεί αφορά μόνο τα χωρικά ύδατα».[1]

synonyma editovat

  1. ηλιοστάσιο

související editovat

poznámky editovat