υφαλοκρηπίδα
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [i.fa.lɔ.kɾiˈpi.ða]
etymologie editovat
Kalk italského spojení piattaforma continentale. Ze starořeckého ὑφαλοκρηπίς, které je odvozené z adjektiva ὕφαλος podmořský, jež vzniklo ze substantiva ἅλς moře, sláň. Srovnej např. české halogen.
podstatné jméno editovat
- rod ženský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | υφαλοκρηπίδα | υφαλοκρηπίδες |
genitiv | υφαλοκρηπίδας | υφαλοκρηπίδων / υφαλοκρηπιδών |
akuzativ | υφαλοκρηπίδα | υφαλοκρηπίδες |
vokativ | υφαλοκρηπίδα | υφαλοκρηπίδες |
význam editovat
- (v geografii) kontinentální šelf, pobřežní práh
- Ο Ερντογάν (…) ανέφερε, μεταξύ άλλων: «Οι ακτές μας βλέπουν τις ακτές της Λιβύης. (…) Και βέβαια έχουμε τις μεγαλύτερες ακτές στην ανατολική Μεσόγειο κι αυτό μας δίνει άλλες δυνατότητες. Μιλούν για υφαλοκρηπίδα γύρω από την Κρήτη. Δεν υπάρχει υφαλοκρηπίδα γύρω από τα νησιά, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Εκεί αφορά μόνο τα χωρικά ύδατα».[1]
synonyma editovat
související editovat
poznámky editovat
- ↑ Ερντογάν: Κρήτη και νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, deník Kathimerini, 20.ledna 2020