φαρμακοβιομηχανία
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [far.ma.ko.vi.ɔ.mi.xa.ˈni.a]
podstatné jméno editovat
- rod ženský
skloňování editovat
Substantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | φαρμακοβιομηχανία | φαρμακοβιομηχανίες |
genitiv | φαρμακοβιομηχανίας | φαρμακοβιομηχανιών |
akuzativ | φαρμακοβιομηχανία | φαρμακοβιομηχανίες |
vokativ | φαρμακοβιομηχανία | φαρμακοβιομηχανίες |