φαστφουντάδικο

řečtina

editovat

výslovnost

editovat
  • IPA: [fast.fuˈda.ðikɔ]

etymologie

editovat

Z anglického fast food a přípony -άδικο.

podstatné jméno

editovat
  • rod střední

význam

editovat
  1. prodejna rychlého občerstvení
    • Ο Χάρι τον άκουγε με μισό αυτή ελπίζοντας να μην αργήσει η Ράκελ. Ο αέρας μέσα στο φαστφουντάδικο έγινε ξαφνικά βαρύς και αποπνικτικός, ένιωθε λες και ένα λεπτό στρώμα λίπους είχε καθίσει πάνω στο δέρμα και στο στόμα του.[1]

související

editovat

poznámky

editovat
  1. Jo Nesbo: Χιονάνθρωπος, str. 115