χλευαστικός

Možná hledáte χλευαστικώς.

řečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [xle.vas.ti.ˈkɔs]

přídavné jméno editovat

  • trojvýchodné

skloňování editovat

Číslo singulár plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ χλευαστικός χλευαστική χλευαστικό χλευαστικοί χλευαστικές χλευαστικά
genitiv χλευαστικού χλευαστικής χλευαστικού χλευαστικών χλευαστικών χλευαστικών
akuzativ χλευαστικό(ν) χλευαστική χλευαστικό χλευαστικούς χλευαστικές χλευαστικά
vokativ χλευαστικέ χλευαστική χλευαστικό χλευαστικοί χλευαστικές χλευαστικά

význam editovat

  1. posměšný, škádlivý, výsměšný, posměváčkovský

synonyma editovat

  1. ειρωνικός, γιουχαϊστικός

antonyma editovat

  1. σοβαρός, γεμάτος σεβασμό

související editovat