χλευαστικός
Možná hledáte χλευαστικώς.
řečtina editovat
výslovnost editovat
- IPA: [xle.vas.ti.ˈkɔs]
přídavné jméno editovat
- trojvýchodné
skloňování editovat
Číslo | singulár | plurál | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Rod | mužský | ženský | střední | mužský | ženský | střední |
nominativ | χλευαστικός | χλευαστική | χλευαστικό | χλευαστικοί | χλευαστικές | χλευαστικά |
genitiv | χλευαστικού | χλευαστικής | χλευαστικού | χλευαστικών | χλευαστικών | χλευαστικών |
akuzativ | χλευαστικό(ν) | χλευαστική | χλευαστικό | χλευαστικούς | χλευαστικές | χλευαστικά |
vokativ | χλευαστικέ | χλευαστική | χλευαστικό | χλευαστικοί | χλευαστικές | χλευαστικά |