χουφτώνω
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [xuˈfto.no]
sloveso
editovat- tranzitivní
varianty
editovatvýznam
editovat- chlípně osahávat, ošmatávat, ohmatávat
- Αγόρια με παρενοχλούσαν σεξουαλικά και με χούφτωναν τακτικά στο σχολείο μπροστά σε καθηγητές που έκαναν τα στραβά μάτια.[1]
související
editovatpoznámky
editovat- ↑ Βρετανία : «Με χούφτωναν και οι καθηγητές έκαναν τα στραβά μάτια», 30.březen 2021