ψυχαγωγία
řečtina
editovatvýslovnost
editovat- IPA: [psɪ.xa.ɣɔˈjiːa]
etymologie
editovatZe starořeckého ψυχαγωγός — průvodce duší zesnulých. Srovnej např. české demagog, psychiatrie, pedagogika, psychický.
podstatné jméno
editovat- rod ženský
skloňování
editovatSubstantivum | singulár | plurál |
---|---|---|
nominativ | ψυχαγωγία | ψυχαγωγίες |
genitiv | ψυχαγωγίας | ψυχαγωγιών |
akuzativ | ψυχαγωγία | ψυχαγωγίες |
vokativ | ψυχαγωγία | ψυχαγωγίες |
význam
editovat- zábava, rekreace
- Γενική Περιγραφή: Ο Ειδικός Ξενοδοχειακής Ψυχαγωγίας υποδέχεται τους πελάτες στο αεροδρόμιο και τους οδηγεί στο ξενοδοχείο. – Obecný popis: Specializovaný hotelový delegát uvítá klienty na letišti a odveze je na letiště.
- Οι πιο ενδιαφέρουσες ψυχαγωγίες των Ρωσών τσάρων. Τα βασικά μυστικά των Ρωσών τσάρων.
- Η πάντοτε δραστήρια ομάδα ψυχαγωγίας μας θα φροντίσει να περνάτε υπέροχα τον χρόνο σας όλη την ημέρα με μοναδικές στιγμές διασκέδασης. – Náš vždy akční/pohotový animátorský tým se postará o to, abyste si skvěle užívali svůj čas po celý den.
- Επισήμως, τη δεκαετία του 1940 γεννήθηκαν ως συσκευές ψυχαγωγίες αλλά έπρεπε να περάσουν τρεις δεκαετίες για να βιομηχανοποιηθεί η κατασκευή τους και να κερδίσουν το ενδιαφέρον των χρηστών. – Oficiálně se zrodily ve čtyřicátých letech 20.století jakožto zařízení pro zábavu, ale musela uplynout [další] tři desetiletí, aby jejich výroba byla industrializována a aby si získaly zájem uživatelů.
synonyma
editovat- (částečně) διασκέδαση