ἐνισκίμπτω

starořečtina editovat

přepis editovat

  • (český) eniskimptó

sloveso editovat

význam editovat

  1. zarazit, zarážet
    • ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος: πρόσσω γὰρ κατέκυψε, τὸ δ᾽ ἐξόπιθεν δόρυ μακρὸν οὔδει ἐνισκίμφθη, ἐπὶ δ᾽ οὐρίαχος πελεμίχθη ἔγχεος – ...dlouhé kopí utkvělo v zemi...[1]

poznámky editovat

  1. Homéros: Ἰλιάς - Ραψωδία Ρ, verše 610-612