ἡπατοειδής

starořečtina editovat

výslovnost editovat

  • IPA: [ɦɛːpatɔɛjdɛːs]

přídavné jméno editovat

  • nestupňovatelné

význam editovat

  1. játrům podobný, játrovitý

skloňování editovat

Číslo singulár duál plurál
Rod mužský ženský střední mužský ženský střední mužský ženský střední
nominativ ἡπατοειδής ἡπατοειδής ἡπατοειδές ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδῆ
genitiv ἡπατοειδοῦς ἡπατοειδοῦς ἡπατοειδοῦς ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδῶν ἡπατοειδῶν ἡπατοειδῶν
dativ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδοῖν ἡπατοειδέσιν ἡπατοειδέσιν ἡπατοειδέσιν
akuzativ ἡπατοειδῆ ἡπατοειδῆ ἡπατοειδές ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδῆ
vokativ ἡπατοειδής ἡπατοειδής ἡπατοειδές ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖ ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδεῖς ἡπατοειδῆ

související editovat